- ορθοστάδιος
- ο (ΑΜ ὀρθοστάδιος, -ον)νεοελλ.ειδικός μανδύας για τους φρενοπαθείς, ζουρλομανδύαςμσν.-αρχ.φρ. «ὀρθοστάδιος χιτών» — το ορθοστάδιον*.[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)-* + στάδιος «σταθερός, ευσταθής» (< ἵστημι)].
Dictionary of Greek. 2013.